- τριγλυφία
- τριγλῠφία, ἡ, in [dialect] Dor. form τριγλοφία, = τρίγλυφος, ἡ, SIG244 ii60 (Delph., iv B. C.): hence [full] τριγλοφίτης [pron. full] [φῑ], ου, ὁ (sc. λίθος), Delph. 3(5).23ii 60 (iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.